- φιλοβάρβιτος
- φῐλο-βάρβῐτος, ον,A fond of the lyre,
Ἀνακρείων Critias 1.4
D.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Ἀνακρείων Critias 1.4
D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλοβάρβιτος — ον, Α αυτός που αγαπά τη βάρβιτο, τη λύρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + βάρβιτος «πολύχορδο μουσικό όργανο, λύρα»] … Dictionary of Greek
φιλοβάρβιτον — φιλοβάρβιτος fond of the lyre masc/fem acc sg φιλοβάρβιτος fond of the lyre neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)